τριχωτά

τριχωτά
τριχωτός
furnished with hair
neut nom/voc/acc pl
τριχωτά̱ , τριχωτός
furnished with hair
fem nom/voc/acc dual
τριχωτά̱ , τριχωτός
furnished with hair
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριχωτάς — τριχωτά̱ς , τριχωτός furnished with hair fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …   Dictionary of Greek

  • τριχωτός — ή, ό / τριχωτός, ή, όν, ΝΜΑ [τριχῶ] αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός νεοελλ. φρ. α) «τριχωτό δέρμα» ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες β) «τριχωτό τής κεφαλής» το επάνω μέρος τού κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά γ) «τριχωτή… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • δυτισκίδες — (dytiscidae). Οικογένεια εντόμων που αποτελείται από υδρόβια, σαρκοφάγα έντομα, τα οποία ζουν σε έλη, σε ποταμούς και σε λίμνες. Συνήθως έχουν μακρύ (2 3 εκ.), ελλειπτικό σώμα, με λεία επιφάνεια, σαγόνια σε σχήμα δρεπανιού, ενώ τα πίσω πόδια τους …   Dictionary of Greek

  • κτενοδάκτυλος — (Ctenodactylus). Γένος τρωκτικών ζώων της οικογένειας των κτενοδακτυλίδων, το οποίο περιλαμβάνει δύο είδη: το Ctenodactylus gundi και το Ctenodactylus vali. Εμφανίζουν κοντό γεροδεμένο σώμα, μήκους έως 2 μ., καμπουρωτή ράχη και υποτυπώδη ουρά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”